στο λεξικό PONS
capi·tal of·ˈfence ΟΥΣ ΝΟΜ
ˈpark·ing of·fence ΟΥΣ
of·fence, αμερικ of·fense [əˈfen(t)s] ΟΥΣ
1. offence ΝΟΜ (crime):
2. offence no pl (upset feelings):
ˈtax of·fence ΟΥΣ
in·dict·able of·ˈfence, αμερικ in·dict·able of·ˈfense ΟΥΣ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
offence involving property ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
money laundering offence ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
speeding offence ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.