στο λεξικό PONS
I. night [naɪt] ΟΥΣ
1. night (darkness):
- night
-
2. night (evening):
- night
-
II. night [naɪt] ΟΥΣ modifier
night (ferry, train):
- night
-
night ΟΥΣ
first ˈnight ΟΥΣ ΘΈΑΤ
- first night
-
ˈhen night ΟΥΣ βρετ οικ
- hen night
-
ˈnight blind·ness ΟΥΣ no pl
- night blindness
-
ˈnight cream ΟΥΣ
- night cream
- Nachtcreme θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
per night allowance ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
- Tagesspesen πλ
night money account ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Tagesgeldkonto ουδ
night-safe box ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
-
- Geldbombe θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
late-night shopping ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
day-night oxygen fluctuation ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.