στο λεξικό PONS
gold·en [ˈgəʊldən, αμερικ ˈgoʊl-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
2. golden (concerning gold):
4. golden μτφ (very good):
5. golden ΟΙΚΟΝ οικ:
I. el·der1 [ˈeldəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. elder (older person):
3. elder (respected person):
II. el·der1 [ˈeldəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
- ΠΟΛΙΤ elder statesman/stateswoman
-
ˈgold·en girl ΟΥΣ
gold·en ˈeagle ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
golden rule of accumulation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.