Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. authority [βρετ ɔːˈθɒrɪti, αμερικ əˈθɔrədi] ΟΥΣ
1. authority (power):
2. authority (forcefulness, confidence):
3. authority (permission):
5. authority (expert):
I. public [βρετ ˈpʌblɪk, αμερικ ˈpəblɪk] ΟΥΣ
II. public [βρετ ˈpʌblɪk, αμερικ ˈpəblɪk] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
authority <-ies> [ɔ:ˈθɒrətɪ, αμερικ ə:ˈθɔ:rət̬ɪ] ΟΥΣ
1. authority no πλ (right to control):
2. authority no πλ (permission):
3. authority (specialist):
4. authority (organization):
I. public [ˈpʌblɪk] ΕΠΊΘ
authority <-ies> [ə·ˈθɔr·ə·t̬i] ΟΥΣ
1. authority (right to control):
2. authority (permission):
3. authority (specialist):
4. authority (organization):
I. public [ˈpʌb·lɪk] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.