Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. amateur [amatœʀ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. amateur [amatœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. amateur (connaisseur):
3. amateur (non-professionnel):
στο λεξικό PONS
I. amateur (-trice) [amatœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
2. amateur sans άρθ (connaisseur):
I. amateur (-trice) [amatœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
2. amateur sans άρθ (connaisseur):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.