Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 I. mere [βρετ mɪə, αμερικ mɪr] ΟΥΣ archaic
-  mere
-  lac αρσ
II. mere [βρετ mɪə, αμερικ mɪr] ΕΠΊΘ
1. mere (common, simple):
2. mere (least, even):
-  a mere technicality
-  
-  a mere technicality ΝΟΜ
-  formalité θηλ
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
