Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
technicality [βρετ ˌtɛknɪˈkalɪti, αμερικ ˌtɛknəˈkælədi] ΟΥΣ
2. technicality (gen) ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
3. technicality (technical nature):
- technicality
- technicité θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.