I.lot1 [βρετ lɒt, αμερικ lɑt] ΑΝΤΩΝ
1. lot:
2. lot οικ:
3. lot (specific group of people) οικ:
II.lot1 [βρετ lɒt, αμερικ lɑt] ΟΥΣ
1. lot (great deal):
2. lot (entire group) οικ:
III.lots ΟΥΣ
lots οικ:
IV.lots ΕΠΊΡΡ
lots οικ:
V.a lot ΕΠΊΡΡ
- a lot
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.