piquant στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για piquant στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

2. piquer (enfoncer une pointe) personne, bec, aiguille:

7. piquer (irriter):

8. piquer οικ:

to pinch βρετ οικ
to pinch βρετ οικ

1. piquer (irriter):

3. piquer (descendre):

2. se piquer:

se piquer (se droguer) οικ
to shoot up οικ
se piquer (se droguer) οικ
he shoots up οικ

3. se piquer (se couvrir de taches):

to go spotty βρετ
to go βρετ ou become mouldy βρετ ou moldy αμερικ

4. se piquer (par prétention) τυπικ:

what's eating you? οικ
piquer des deux ΙΠΠΑΣ
to beat it οικ
se piquer le nez οικ ou la truffe αργκ
to booze οικ
se piquer le nez οικ ou la truffe αργκ
to knock it back οικ

Βλέπε και: frotter

Μεταφράσεις για piquant στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
piquant
piquant αρσ
goût αρσ piquant
donner du piquant à
donner un goût piquant à
piquant αρσ
goût αρσ piquant
piquant αρσ
spiky αμετάβλ branch
piquant
froid αρσ piquant
piquant

piquant στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για piquant στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για piquant στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

piquant Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

avoir du piquant récit, livre
donner du piquant à qc avec qc
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski