στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. svolto [ˈzvɔlto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
svolto → svolgere
II. svolto [ˈzvɔlto] ΕΠΊΘ
I. svolgere [ˈzvɔldʒere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. svolgere (srotolare):
3. svolgere (sviluppare per esteso) μτφ:
6. svolgere (esercitare):
II. svolgersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
2. svolgersi:
3. svolgersi (avvenire):
I. svolgere [ˈzvɔldʒere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. svolgere (srotolare):
3. svolgere (sviluppare per esteso) μτφ:
6. svolgere (esercitare):
II. svolgersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
2. svolgersi:
3. svolgersi (avvenire):
στο λεξικό PONS
svolto ΡΉΜΑ
svolto μετ παρακειμ di svolgere
I. svolgere [ˈzvɔl·dʒe·re] ΡΉΜΑ μεταβ
I. svolgere [ˈzvɔl·dʒe·re] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.