s.u.
s.u. συντομογραφία: siehe unten, → sehen II., 2
I. sehen <sieht, sah, gesehen> [ˈzeːən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. sehen:
3. sehen (feststellen):
4. sehen (verstehen, betrachten):
5. sehen (erleben, ertragen):
6. sehen (sich bemühen):
II. sehen <sieht, sah, gesehen> [ˈzeːən] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. sehen (hinschauen):
III. sehen <sieht, sah, gesehen> [ˈzeːən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.