I. artiste [aʀtist] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. artiste:
- artiste
-
- artiste peintre
-
2. artiste ΚΙΝΗΜ, ΘΈΑΤ, ΜΟΥΣ:
3. artiste (personne non-conformiste):
- artiste
-
II. artiste [aʀtist] ΕΠΊΘ
- milieu artiste
- Künstlermilieu ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.