στο λεξικό PONS
chem.
chem. συντομογραφία: chemisch
I. che·misch [ˈçe:mɪʃ] ΕΠΊΘ
II. che·misch [ˈçe:mɪʃ] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Blue Chip ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ACH ΟΥΣ ουδ
ACH συντομογραφία: Automated Clearing House E-COMM
hoch verschuldet phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Miteigentum nach Bruchteilen phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
nach außen orientierte Wirtschaft phrase ΚΡΆΤΟς
nach Steuerabzug phrase ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Hammelkeule nach Bäckerinart ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Forelle nach Müllerinart ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Lammschulter nach Bäckerinart ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Seezunge nach Müllerinart ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Kalbsrücken nach Kartäuser Art ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Hoch-Niederdruckpressostat
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.