στο λεξικό PONS
I. stän·dig [ˈʃtɛndɪç] ΕΠΊΘ
II. stän·dig [ˈʃtɛndɪç] ΕΠΊΡΡ
1. ständig (dauernd):
- ständiger Begleiter/ständige Begleiterin ευφημ
-
- ständiger Begleiter/ständige Begleiterin ευφημ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ständige Fazilität phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
- 24/7
- ständig (24 Stunden am Tag sieben Tage die Woche)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.