στο λεξικό PONS
Über·li·qui·di·tät <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Li·qui·di·täts·hil·fe ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Li·qui·di·täts·eng·pass <-es, -pässe> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Li·qui·di·täts·knapp·heit ΟΥΣ θηλ kein πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Li·qui·di·täts·sal·do <-s, -salden [o. -s] [o. -saldi]> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Li·qui·di·täts·bi·lanz <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Li·qui·di·täts·pa·pier <-s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Li·qui·di·täts·stüt·ze ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Li·qui·di·täts·klem·me ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Li·qui·di·täts·si·che·rung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Euro-Liquidität ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Marktliquidität ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Bilanzliquidität ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Liquiditätsproblem ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Liquiditätskennzahl ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Liquiditätsbestand ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Liquiditätsquelle ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Liquiditätsstrom ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Liquiditätsbelastung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Devisenliquidität ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.