στο λεξικό PONS
Mo·ral <-> [moˈra:l] ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Moral (ethische Grundsätze):
Mord <-[e]s, -e> [mɔrt, πλ ˈmɔrdə] ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Investment-Trust-Gesellschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Trust Account ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Corporate Trust Services ΟΥΣ πλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Trust ΟΥΣ αρσ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Trust Banking ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Investment Trust ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Unit Investment Trust ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.