I. heim·tü·ckisch [ˈhaimtʏkɪʃ] ΕΠΊΘ
1. heimtückisch (verborgen tückisch):
2. heimtückisch (verborgen gefährlich):
II. heim·tü·ckisch [ˈhaimtʏkɪʃ] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.