στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. wise1 [βρετ wʌɪz, αμερικ waɪz] ΕΠΊΘ
1. wise (prudent):
2. wise (learned):
III. wise1 [βρετ wʌɪz, αμερικ waɪz] ΡΉΜΑ αμετάβ
wise → wise up
στο λεξικό PONS
 
  
 wise [waɪz] ΕΠΊΘ
1. wise (having knowledge and sagacity, showing sagacity):
3. wise οικ (aware):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 