στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
swore [βρετ swɔː, αμερικ swɔr] ΡΉΜΑ παρελθ
swore → swear
I. swear <παρελθ swore, μετ παρακειμ sworn> [βρετ swɛː, αμερικ swɛr] ΡΉΜΑ μεταβ
1. swear (promise):
2. swear (by solemn oath):
II. swear <παρελθ swore, μετ παρακειμ sworn> [βρετ swɛː, αμερικ swɛr] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swear (curse):
I. swear <παρελθ swore, μετ παρακειμ sworn> [βρετ swɛː, αμερικ swɛr] ΡΉΜΑ μεταβ
1. swear (promise):
2. swear (by solemn oath):
II. swear <παρελθ swore, μετ παρακειμ sworn> [βρετ swɛː, αμερικ swɛr] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swear (curse):
swear word [βρετ, αμερικ ˈswɛr ˌwərd] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
swore [swɔ:r] ΡΉΜΑ
swore παρελθ: swear
I. swear <swore, sworn> [swer] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. swear <swore, sworn> [swer] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.