Oxford Spanish Dictionary
swore [αμερικ swɔr, βρετ swɔː] past swear
I. swear <παρελθ swore, μετ παρακειμ sworn> [αμερικ swɛr, βρετ swɛː] ΡΉΜΑ μεταβ
1. swear allegiance/fidelity/revenge:
I. swear <παρελθ swore, μετ παρακειμ sworn> [αμερικ swɛr, βρετ swɛː] ΡΉΜΑ μεταβ
1. swear allegiance/fidelity/revenge:
στο λεξικό PONS
swore [swɔ:ʳ, αμερικ swɔ:r] ΡΉΜΑ
swore παρελθ: swear
I. swear [sweəʳ, αμερικ swer] ΡΉΜΑ αμετάβ swore, sworn
I. swear [sweəʳ, αμερικ swer] ΡΉΜΑ αμετάβ swore, sworn
swore [swɔr] ΡΉΜΑ
swore παρελθ: swear
I. swear <swore, sworn> [swer] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. swear <swore, sworn> [swer] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.