στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. related [βρετ rɪˈleɪtɪd, αμερικ rəˈleɪdəd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
related → relate
II. related [βρετ rɪˈleɪtɪd, αμερικ rəˈleɪdəd] ΕΠΊΘ
1. related (in the same family):
2. related (connected):
I. relate [βρετ rɪˈleɪt, αμερικ rəˈleɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
II. relate [βρετ rɪˈleɪt, αμερικ rəˈleɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. relate (have connection):
2. relate (communicate):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- aid
- Aida
- aid agency
- aid convoy
- aide
- AIDS-related complex
- aid worker
- aigrette
- aikido
- ail
- ailanthus