Oxford Spanish Dictionary
lot [αμερικ lɑt, βρετ lɒt] ΟΥΣ
1.1. lot (large number, quantity) χωρίς πλ:
1.2. lot (large number, quantity):
1.3. lot (large number, quantity) <lots, pl > οικ:
2.2. lot (group of people) οικ:
2.3. lot (all) esp βρετ :
4.2. lot αμερικ → parking lot
5.1. lot (for random choice):
στο λεξικό PONS
parking lot ΟΥΣ
- parking lot
- aparcamiento αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.