Oxford Spanish Dictionary
loss-making [αμερικ, βρετ] ΕΠΊΘ βρετ
deficitario (deficitaria) ΕΠΊΘ
1. deficitario ΕΜΠΌΡ:
2. deficitario Χιλ τυπικ ΨΥΧ:
στο λεξικό PONS
loss-making ΕΠΊΘ
deficitario (-a) ΕΠΊΘ
loss-making ΕΠΊΘ
deficitario (-a) [de·fi·si·ˈta·rjo, -a; de·fi·θi-] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.