στο λεξικό PONS
Ver·lust·be·trieb <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Zu·schuss·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Zu·schuss·pro·jekt ΟΥΣ ουδ
ver·lust·reich ΕΠΊΘ
1. verlustreich ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
2. verlustreich ΣΤΡΑΤ:
- verlustreich Schlacht
-
Ver·lust·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Mi·nus·ge·schäft ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ
Ver·lust <-[e]s, -e> [fɛɐ̯ˈlʊst] ΟΥΣ αρσ
2. Verlust ΧΡΗΜΑΤΟΠ (finanzielle Einbuße):
3. Verlust (Einbuße):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.