στο λεξικό PONS
va·por ΟΥΣ αμερικ
vapor → vapour
va·pour, αμερικ va·por [ˈveɪpəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. vapour:
va·pour, αμερικ va·por [ˈveɪpəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. vapour:
I. pres·sure [ˈpreʃəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. pressure no pl (physical force):
2. pressure ΦΥΣ:
3. pressure no pl:
4. pressure no pl (insistence):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
pressure
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- vapid
- vapidity
- vaping
- vapor
- vaporization
- vapour pressure
- vapour trail
- vaquita
- VaR
- VaR approach
- variability