their·selves [ðeəˈselvz] ΑΝΤΩΝ reflexive ιδιωμ
theirselves → themselves
them·selves [ðəmˈselvz] ΑΝΤΩΝ reflexive
1. themselves (direct object):
2. themselves τυπικ (them):
3. themselves εμφατ (personally):
4. themselves (himself or herself):
5. themselves (alone):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.