στο λεξικό PONS
physi·cal ap·ˈpear·ance ΟΥΣ
ap·pear·ance [əˈpɪərən(t)s, αμερικ -ˈpɪr-] ΟΥΣ
1. appearance:
2. appearance (in a place):
3. appearance no pl:
4. appearance (outward aspect):
I. physi·cal [ˈfɪzɪkəl] ΕΠΊΘ
1. physical (of the body):
2. physical (sexual):
3. physical αμετάβλ (material):
4. physical αμετάβλ (of physics):
II. physi·cal [ˈfɪzɪkəl] ΟΥΣ ΙΑΤΡ
appearance ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
appearance ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
appearance ΠΕΡΙΒ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.