στο λεξικό PONS
I. pri·or·ity [praɪˈɒrəti, αμερικ -ˈɔ:rət̬i] ΟΥΣ
1. priority (deserving greatest attention):
2. priority no pl (great importance):
3. priority no pl (precedence):
4. priority no pl (right of way):
II. pri·or·ity [praɪˈɒrəti, αμερικ -ˈɔ:rət̬i] ΟΥΣ modifier
1. priority (urgent):
- priority (task)
-
2. priority (preferential):
pay·ment [ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
1. payment (sum):
payment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
payment priority ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
payment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abrechnung θηλ
-
- Begleichung θηλ
payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.