στο λεξικό PONS
path [pɑ:θ, αμερικ pæθ] ΟΥΣ
1. path (way):
2. path (direction):
3. path μτφ (course):
6. path (in a communications network):
growth [grəʊθ, αμερικ groʊθ] ΟΥΣ
1. growth no pl (in size):
2. growth no pl (increase):
3. growth no pl of sb's character, intellect:
4. growth (of plant):
5. growth no pl (whiskers):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
growth path ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-  
-  Wachstumspfad αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
