στο λεξικό PONS
chief ˈjus·tice ΟΥΣ
-
- Lordoberrichter αρσ
Lord Chief ˈJus·tice ΟΥΣ βρετ
jus·tice [ˈʤʌstɪs] ΟΥΣ
1. justice (fairness):
2. justice (administration of the law):
I. chief [tʃi:f] ΟΥΣ
1. chief (head of organization):
2. chief:
4. chief ΝΟΜ:
II. chief [tʃi:f] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. chief (main):
2. chief (head):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.