στο λεξικό PONS
chief ac·ˈcount·ant ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ac·count·ant [əˈkaʊntənt] ΟΥΣ
-
- Fachmann(-frau) αρσ (θηλ) des entscheidungsorientierten Rechnungswesens (für die Unternehmensleitung) <-leu·te>
- accountant's opinion αμερικ
-
I. chief [tʃi:f] ΟΥΣ
1. chief (head of organization):
2. chief:
4. chief ΝΟΜ:
II. chief [tʃi:f] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. chief (main):
2. chief (head):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
accountant ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.