στο λεξικό PONS
I. con·stitu·ent [kənˈstɪtjuənt, αμερικ -ˈstɪtʃu-] ΟΥΣ
1. constituent ΠΟΛΙΤ (voter):
2. constituent (component part):
II. con·stitu·ent [kənˈstɪtjuənt, αμερικ -ˈstɪtʃu-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. constituent (component):
2. constituent ΠΟΛΙΤ (voting):
3. constituent ΠΟΛΙΤ:
- constituent assembly, meeting
- konstituierend ειδικ ορολ
I. chief [tʃi:f] ΟΥΣ
1. chief (head of organization):
2. chief:
4. chief ΝΟΜ:
II. chief [tʃi:f] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. chief (main):
2. chief (head):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
chief constituent
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.