στο λεξικό PONS
chief ˈedi·tor ΟΥΣ
edi·tor-in-chief [ˌedɪtərɪnˈtʃi:f, αμερικ -t̬ɚɪnˈ-] ΟΥΣ
edi·tor [ˈedɪtəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΟΥΣ
1. editor (of a newspaper, magazine):
2. editor:
3. editor (of a book):
I. chief [tʃi:f] ΟΥΣ
1. chief (head of organization):
2. chief:
4. chief ΝΟΜ:
II. chief [tʃi:f] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. chief (main):
2. chief (head):
editor ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.