στο λεξικό PONS
capi·tal ˈin·flow ΟΥΣ
 
  
  
  
 I. in·flow [ˈɪnfləʊ, αμερικ -floʊ] ΟΥΣ no pl
1. inflow (arrival):
II. in·flow [ˈɪnfləʊ, αμερικ -floʊ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ ΑΥΤΟΚ
-  
-  Ansaugrohr ουδ
I. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ
1. capital (city):
2. capital (letter):
4. capital no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. capi·tal [ˈkæpɪtəl, αμερικ -ət̬əl] ΟΥΣ modifier
1. capital (principal):
2. capital (upper case):
3. capital ΝΟΜ:
4. capital (of business assets):
5. capital (invested funds):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capital inflow ΟΥΣ CTRL
equity capital inflow ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
inflow of capital ΟΥΣ CTRL
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
