Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
agent [βρετ ˈeɪdʒ(ə)nt, αμερικ ˈeɪdʒənt] ΟΥΣ
1. agent (acting for customer, artist, firm):
I. special [βρετ ˈspɛʃ(ə)l, αμερικ ˈspɛʃəl] ΟΥΣ
3. special (extra broadcast):
4. special (additional transport):
5. special βρετ → special constable
II. special [βρετ ˈspɛʃ(ə)l, αμερικ ˈspɛʃəl] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
I. special [ˈspeʃ· ə l] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.