Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fought [βρετ fɔːt, αμερικ fɔt] ΡΉΜΑ παρελθ ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
fought → fight
I. fight [βρετ fʌɪt, αμερικ faɪt] ΟΥΣ
1. fight (struggle):
2. fight (outbreak of fighting):
3. fight (in boxing):
4. fight (argument):
II. fight <απλ παρελθ, μετ παρακειμ fought> [βρετ fʌɪt, αμερικ faɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fight (gen) μτφ:
2. fight ΠΟΛΙΤ:
III. fight <απλ παρελθ, μετ παρακειμ fought> [βρετ fʌɪt, αμερικ faɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. fight (campaign):
2. fight κυριολ ΣΤΡΑΤ:
I. fight [βρετ fʌɪt, αμερικ faɪt] ΟΥΣ
1. fight (struggle):
2. fight (outbreak of fighting):
3. fight (in boxing):
4. fight (argument):
II. fight <απλ παρελθ, μετ παρακειμ fought> [βρετ fʌɪt, αμερικ faɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fight (gen) μτφ:
2. fight ΠΟΛΙΤ:
III. fight <απλ παρελθ, μετ παρακειμ fought> [βρετ fʌɪt, αμερικ faɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. fight (campaign):
2. fight κυριολ ΣΤΡΑΤ:
I. fight back ΡΉΜΑ [βρετ fʌɪt -, αμερικ faɪt -] (fight back)
I. fight off ΡΉΜΑ [βρετ fʌɪt -, αμερικ faɪt -] (fight off [sth], fight [sth] off) κυριολ
fight on ΡΉΜΑ [βρετ fʌɪt -, αμερικ faɪt -]
στο λεξικό PONS
fought [fɔ:t, αμερικ fɑ:t] ΡΉΜΑ
fought παρελθ, μετ παρακειμ of fight
I. fight <fought, fought> [faɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. fight [faɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. fight [faɪt] ΟΥΣ
4. fight (struggle, campaign):
I. fight <fought, fought> [faɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. fight [faɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. fight [faɪt] ΟΥΣ
4. fight (struggle, campaign):
fought [fɔt] ΡΉΜΑ
fought παρελθ, μετ παρακειμ of fight
I. fight <fought, fought> [faɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. fight [faɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. fight [faɪt] ΟΥΣ
4. fight (struggle, campaign):
I. fight <fought, fought> [faɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. fight [faɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. fight [faɪt] ΟΥΣ
4. fight (struggle, campaign):
I. fight back ΡΉΜΑ αμετάβ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.