στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. operato [opeˈrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
operato → operare
II. operato [opeˈrato] ΕΠΊΘ
III. operato (operata) [opeˈrato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
I. operare [opeˈrare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. operare ΙΑΤΡ:
2. operare (effettuare):
II. operare [opeˈrare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
1. operare ΙΑΤΡ:
2. operare (agire):
III. operarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. operarsi (compiersi):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.