I. trau·rig [ˈtraurɪç] ΕΠΊΘ
1. traurig (betrübt):
2. traurig (betrüblich):
II. trau·rig [ˈtraurɪç] ΕΠΊΡΡ
traurig (betrübt):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.