στο λεξικό PONS
I. steil [ʃtail] ΕΠΊΘ
1. steil (stark abfallend):
2. steil (eine starke Steigung aufweisend):
- steile Progression
-
-
- Steile θηλ <-, -n>
-
- Steile θηλ <-, -n>
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.