στο λεξικό PONS
man·geln1 [ˈmaŋl̩n] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. mangeln απρόσ ρήμα (ungenügend vorhanden sein):
-
- mangelnde Kooperationsbereitschaft
-
- mangelnde Voraussicht θηλ
-
- mangelnde Wortgewandtheit
-
- mangelnde Wortgewandtheit
-
- mangelnde Bereitschaft θηλ
-
- mangelnde Feinfühligkeit
-
- mangelnde Kontinuität
- inelegance of appearance
- mangelnde Eleganz
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
| es | mangelt |
|---|
| es | mangelte |
|---|
| es | hat | gemangelt |
|---|
| es | hatte | gemangelt |
|---|
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.