I. irr·sin·nig [ˈɪrzɪnɪç] ΕΠΊΘ
1. irrsinnig απαρχ (psychisch krank):
2. irrsinnig οικ (völlig wirr, absurd):
3. irrsinnig οικ (stark, intensiv):
II. irr·sin·nig [ˈɪrzɪnɪç] ΕΠΊΡΡ οικ (äußerst)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.