στο λεξικό PONS
 
 Er·öff·nung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Eröffnung (das Eröffnen):
2. Eröffnung ΝΟΜ (Einleiten):
3. Eröffnung (Beginn):
 
 -  
 -  offizielle Eröffnung
 
-  inauguration of museum, library
 -  Eröffnung θηλ <-, -en>
 
-  opening of a trial
 -  [Verhandlungs]eröffnung θηλ
 
-  
 -  Eröffnung θηλ <-, -en>
 
-  
 -  offizielle Eröffnung
 
-  
 -  Eröffnung θηλ <-, -en>
 
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.