στο λεξικό PONS
all·ge·mein ver·bind·lich, all·ge·mein·ver·bind·lich ΕΠΊΘ
I. all·ge·mein [ˈalgəˈmain] ΕΠΊΘ
1. allgemein προσδιορ (alle betreffend):
2. allgemein προσδιορ (allen gemeinsam):
3. allgemein (nicht spezifisch):
ιδιωτισμοί:
II. all·ge·mein [ˈalgəˈmain] ΕΠΊΡΡ
1. allgemein (allerseits, überall):
I. ver·bind·lich [fɛɐ̯ˈbɪntlɪç] ΕΠΊΘ
II. ver·bind·lich [fɛɐ̯ˈbɪntlɪç] ΕΠΊΡΡ
1. verbindlich (bindend):
2. verbindlich (entgegenkommend):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
verbindlich ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.