στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
fish farming [ˈfɪʃˌfɑːmɪŋ] ΟΥΣ
-
- piscicoltura θηλ
sea fish farming [ˈsiːfɪʃˌfɑːmɪŋ] ΟΥΣ
-
- acquicoltura θηλ
I. farm [βρετ fɑːm, αμερικ fɑrm] ΟΥΣ
III. farm [βρετ fɑːm, αμερικ fɑrm] ΡΉΜΑ αμετάβ
farming [βρετ ˈfɑːmɪŋ, αμερικ ˈfɑrmɪŋ] ΟΥΣ
1. farming (profession):
-
- agricoltura θηλ
2. farming (of area, land):
3. farming before ουσ (relating to farming):
I. fish1 <πλ fish, fishes> [βρετ fɪʃ, αμερικ fɪʃ] ΟΥΣ
1. fish ΖΩΟΛ:
3. fish ΜΑΓΕΙΡ:
III. fish1 [βρετ fɪʃ, αμερικ fɪʃ] ΡΉΜΑ αμετάβ
IV. fish1 [βρετ fɪʃ, αμερικ fɪʃ]
στο λεξικό PONS
III. farm [fɑ:rm] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. fish <-(es)> [fɪʃ] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
II. fish [fɪʃ] ΡΉΜΑ αμετάβ
| I | farm |
|---|---|
| you | farm |
| he/she/it | farms |
| we | farm |
| you | farm |
| they | farm |
| I | farmed |
|---|---|
| you | farmed |
| he/she/it | farmed |
| we | farmed |
| you | farmed |
| they | farmed |
| I | have | farmed |
|---|---|---|
| you | have | farmed |
| he/she/it | has | farmed |
| we | have | farmed |
| you | have | farmed |
| they | have | farmed |
| I | had | farmed |
|---|---|---|
| you | had | farmed |
| he/she/it | had | farmed |
| we | had | farmed |
| you | had | farmed |
| they | had | farmed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- fishbowl
- fishcake
- fish eater
- fisher
- fisherman
- fish farming
- fish finger
- fish food
- fish fry
- fish-glue
- fish hook