στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
building contractor [ˈbɪldɪŋkənˌtræktə(r)] ΟΥΣ
I. build [βρετ bɪld, αμερικ bɪld] ΟΥΣ
II. build <παρελθ/μετ παρακειμ built> [βρετ bɪld, αμερικ bɪld] ΡΉΜΑ μεταβ
III. build <παρελθ/μετ παρακειμ built> [βρετ bɪld, αμερικ bɪld] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. build (use as a foundation) μτφ:
building [βρετ ˈbɪldɪŋ, αμερικ ˈbɪldɪŋ] ΟΥΣ
1. building:
contractor [βρετ kənˈtraktə, αμερικ ˈkɑnˌtræktər, kənˈtræktər] ΟΥΣ
1. contractor (business):
2. contractor ΝΟΜ (party):
-
- contraente αρσ θηλ
3. contractor ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ (in bridge):
στο λεξικό PONS
building contractor ΟΥΣ
I. build <built, built> [bɪld] ΡΉΜΑ μεταβ
II. build <built, built> [bɪld] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. build [bɪld] ΟΥΣ
-
- costituzione θηλ
contractor [ˈkɑ:n·træk·tɚ] ΟΥΣ
build ΟΥΣ
-
- corporatura θηλ
| I | build |
|---|---|
| you | build |
| he/she/it | builds |
| we | build |
| you | build |
| they | build |
| I | built |
|---|---|
| you | built |
| he/she/it | built |
| we | built |
| you | built |
| they | built |
| I | have | built |
|---|---|---|
| you | have | built |
| he/she/it | has | built |
| we | have | built |
| you | have | built |
| they | have | built |
| I | had | built |
|---|---|---|
| you | had | built |
| he/she/it | had | built |
| we | had | built |
| you | had | built |
| they | had | built |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- bug out
- buhl
- build
- builder
- builder's labourer
- building contractor
- building costs
- building land
- building materials
- building permit
- building plot