στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
happy [βρετ ˈhapi, αμερικ ˈhæpi] ΕΠΊΘ
1. happy (cheerful):
2. happy (pleased, satisfied):
3. happy (willing):
4. happy (in greetings):
5. happy (lucky):
Happy [βρετ ˈhapi, αμερικ ˈhæpi]
- Happy
-
στο λεξικό PONS
happy <-ier, -iest> [ˈhæ·pi] ΕΠΊΘ
1. happy (feeling very good, fortunate, suitable):
happy-go-lucky ΕΠΊΘ
-
- spensierato, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.