στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
contento1 [konˈtɛnto] ΕΠΊΘ
1. contento (felice):
- contento
-
- contento
-
- contento
-
- contento
-
- contento
-
2. contento (soddisfatto):
contento2 [konˈtɛnto] ΟΥΣ αρσ λογοτεχνικό (soddisfazione)
- contento
-
- contento
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.