στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. compiaciuto [kompjaˈtʃuto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
compiaciuto → compiacere
II. compiaciuto [kompjaˈtʃuto] ΕΠΊΘ
I. compiacere [kompjaˈtʃere] ΡΉΜΑ μεταβ
II. compiacere [kompjaˈtʃere] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
- compiacere a qn
-
III. compiacersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. compiacersi:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.