στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
eager [βρετ ˈiːɡə, αμερικ ˈiɡər] ΕΠΊΘ
1. eager (keen):
- eager
-
2. eager (impatient):
3. eager (excited):
- eager supporter, crowd
-
- eager acceptance
-
- eager anticipation
-
- eager student
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.