στο λεξικό PONS
termination period ΟΥΣ
-
- Kündigungsfrist θηλ
ter·mi·na·tion [ˌtɜ:mɪˈneɪʃən, αμερικ ˌtɜ:r-] ΟΥΣ no pl
I. pe·ri·od [ˈpɪəriəd, αμερικ ˈpɪr-] ΟΥΣ
1. period (length of time):
2. period (lesson):
3. period:
4. period ΓΕΩΛ:
5. period οικ (menstruation):
II. pe·ri·od [ˈpɪəriəd, αμερικ ˈpɪr-] ΟΥΣ modifier
1. period:
2. period (concerning menstruation):
- period cramps, days
-
termination ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
termination ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Kündigung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.